οφθαλμοσκοπικός

οφθαλμοσκοπικός
-ή, -ό [οφθαλμοσκοπία]
σχετικός με την οφθαλμοσκοπία («οφθαλμοσκοπική μέθοδος»).
επίρρ...
οφθαλμοσκοπικώς και -ά
με τρόπο που αρμόζει στην οφθαλμοσκοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμοσκοπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην οφθαλμοσκόπηση: Οφθαλμοσκοπική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”